- πλέκομαι
- πλέκομαι, πλέχτηκα, πλεγμένος βλ. πίν. 26
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπερπλέκομαι — Μ [πλέκομαι] πλέκομαι πάνω από κάτι … Dictionary of Greek
αγανεύω — [αγανός] 1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω 2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά 3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά 4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
συμμεταπλέκω — Μ (κυρίως το παθ.) συμμεταπλέκομαι πλέκομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταπλέκω «ξεπλέκω και πλέκω με διαφορετικό τρόπο»] … Dictionary of Greek
ταρσώ — και αττ. τ. ταρρῶ, όω, Α [ταρσός] 1. (κυρίως το παθ. και ιδίως στον αττ. τ.) ταρσοῡμαι και ταρροῡμαι, όομαι α) (για ρίζες δένδρου) περιπλέκομαι σαν ταρσός β) (για τις φλέβες) πλέκομαι με δικτυωτό τρόπο γ) (για φύλλα φυτών) γίνομαι πλατύς δ) (για… … Dictionary of Greek